- μπαρμπερίζω
- μετ. стричь; брить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαρμπερίζω — [μπαρμπέρης] κουρεύω ή ξυρίζω … Dictionary of Greek
αμπαρμπέριστος — και αμπαρμπέρευτος, η, ο [μπαρμπερίζω μπαρμπερεύω] αυτός που δεν πήγε στον μπαρμπέρη, στον κουρέα, αξύριστος ή ακούρευτος … Dictionary of Greek
μπαρμπέρισμα — το [μπαρμπερίζω] κούρεμα ή ξύρισμα … Dictionary of Greek